- μωρότητα
- η [μωρός]η ιδιότητα και η κατάσταση τού μωρού, αμβλύτητα τών αισθήσεων και τού νου, μωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek